Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Χ'ΣΟΥΛΑ (ΧΡΥΣΟΥΛΑ) ΚΟΥΡΕΜΕΝΤΖΑ, Η ΘΕΙΑΚΩ ΠΙΝΔΟΣ



Στη ζωή της δεν είχε περπατήσει παραπέρα από το μικροχώρι της, τη Λαφίνα· πόσες φορές είχε κατέβει με τα πόδια της στη Λογγά και στο ποτάμι και πόσες είχε ανέβει στο Σελιό και στον Κάναλο, ούτε που το θυμόταν. Είχε λησμονήσει πόσες φορές βρέθηκε στο σαμάρι του μουλαριού και πόσες στο δρολάπι, κοντά στις γίδες. Στη Μεσοχώρα, άντε και να είχε πάει κάμποσες φορές για λίγα ψώνια, και μια δυο ακόμη ως τα Τρίκαλα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε σε πόσα πανηγύρια πήγε, ούτε σε πόσα ξόδια και μνημόσυνα είχε παραστεί. Στη μνήμη της είχαν ξεθωριάσει τα πρόσωπα των ανθρώπων που γνώρισε παιδούλα, των συνομηλίκων με τους οποίους «φύτρωσαν» μαζί και αντάμα πορεύτηκαν στη ζήση, των ξένω που πέρασαν από το χωριό. Σαν λευκό συννεφάκι που σφουγγίζει απαλά τα γεγονότα, η θύμησή της, τα στραγγίζει από τον κάματο της ζωής και από τα κακώς καμωμένα, και τ’ άφηνε σαν πάχνη στ’ αυλάκια που ο αχάριστος χρόνος είχε σκάψει στο πρόσωπό της. Στο αποκαμωμένο μυαλό της οι μνήμες πετούσαν σαν μικροπούλια, που έρχονταν να γευματίσουν στ’ απόδειπνο του μνημοσύνου, και στην πετσέτα, όπου είχαν φυλαγμένο το προσφάι αυτοί, οι οποίοι πριν από τις δικές της ημέρες θεμελίωσαν στον Κάναλο τον Αϊ - Ταξιάρχη.

 

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

ΟΤΑΝ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΗΡΙΟ



Είχε χρόνια να δει τόσα νερά η κοίτη του ποταμού. Ικανοποιημένος από τη συνέπεια του χειμώνα, ο Άσπρος είχε φορέσει εκείνη την ημέρα τη λασπωμένη στολή του θηρίου, μούγκριζε βαριά και ορμούσε και ορμούσε ακάθεκτος να διαλύσει τα βράχια που τον εμπόδιζαν, ενώ κομμάτιαζε τα πλατάνια που –ξεθαρρεμένα από την απραξία του- είχαν πλημμυρίσει το γιαλό.



Σε ένα μέτωπο, θαρρείς, τα θολά νερά του ορμούσαν μπροστά και με αφρούς, μαύρες δίνες και ριπίδες προσπερνούσα το ένα το άλλο σε εκείνον τον χαλασμό, σέρνοντας λιθάρια απ’ όλες τις πλαγιές των βουνών και κορμούς από δέντρα ολόκληρα που γλίστρησαν στους γκρεμούς και τους πήραν τα ρέματα μαζί τους. Όλης της γης τα υλικά κουβαλούσαν ο ποταμός και τα μικραδέρφια του στην πλάτη τους. Φύλλα από οξιές, βελανίδια και σκούρα λάσπη από την Παχτουρνάτσα και το Τσιγκόρι έφερνε ο Κόκκινος, φύλλα από σφεντάμια και χαλίκια από την Τούρλα το Δοβρόρεμα, μαύρο χώμα και χαλίκια από τα πίσω βουνά –τη Λέουσα και το Βαθύρεμμα- ο Σιμιώτης, πέτρες και ό, τι άλλο μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου είχαν ρίξει στον Άσπρο τα Τρία Ποτάμια και όλα τα μικρά και τα μεγάλα ρέματα από το Αρματολικό και πάνω, μέχρι το Χαλίκι – το λίκνο του ποταμού στις κορυφές της Πίνδου.



Είχε περάσει από τα συνεργεία που βασανίζουν ολοχρονίς το γιαλό του και άρπαξε βαρέλια, τενεκέδες, ελαστικά, βίδες, καλούπια, σκουπίδια, ό, τι έβρισκε μπροστά του, και τα άλεθε μαζί με τα ξύλα και τις πέτρες. Ήταν άτυχος· τα μηχανήματα που τόσο καιρό είχε βάλει στο μάτι, τα μηχανήματα που έγδερναν με βάρβαρο τρόπο το κορμί του και τον κόσμο του, οι εταιρείες είχαν προνοήσει για την κατεβασιά και τα είχαν αποσύρει. «Την επόμενη φορά», σκέφτηκε, και πήρε το δρόμο για τη θάλασσα.



Την επομένη, την μεθεπομένη… Δεν βιάζεται· ξέρει πως θα ‘ρθει κάποια μέρα που θα ξηλώσει τα πάντα στο πέρασμά του και θα τα ξεβράσει στη θάλασσα, σαν σκουπίδια μιας εποχής που οι άνθρωποι είχαν «βαφτίσει» την καταστροφή της φύσης πολιτισμό…






Ο ΣΟΠΩΤΟΣ - ΕΝΑΣ ΟΙΩΝΟΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ



Ο Σόπωτος είναι ένας περιστασιακός καταρράκτης που εμφανίζεται ξαφνικά κατά τους χειμερινούς μήνες, στην πλαγιά πάνω από τη Λαφίνα, πολύ δυνατός και θορυβώδης, ιδιαίτερα κατά τις ημέρες που βρέχει ακατάπαυστα ή λιώνουν τα χιόνια στα Ελατάκια και στον παχτουριώτικο Αϊ – Λιά.

Είναι τότε που η γη δεν προλαβαίνει να απορροφήσει όλα τα νερά τα οποία θέλουν να κρυφτούν στα σωθικά της, και τα διώχνει· μέσα από σκοτεινούς δαιδάλους, τα μεταφέρει στον υπόγειο ρου του Σόπωτου και αυτός αναλαμβάνει να τα οδηγήσει πάλι με τη βία πάλι στο φως και τα εκσφενδονίζει από την ψηλή πλαγιά, δίπλα στο Κουντρί, στο Ρέμα, για να καταλήξουν στον Άσπρο.

Ο Σόπωτος είναι ένα από τα αγαπημένα στοιχειά της Λαφίνας – τόσο, που η εμφάνισή του αποτελούσε κάποτε και ένα στοιχείο πρόβλεψης για την απόδοση των καλλιεργειών. Τις άνυδρες μάλιστα χρονιές, όταν δεν εμφανίζονταν ο καταρράκτης, όλοι θεωρούσαν το γεγονός «κακό οιωνό» και πίστευαν πως θα δυστυχήσει πολύ ο τόπος και θα διψάσουν τα ζωντανά – ήμερα και άγρια.

Στις ημέρες μας, κανείς δεν ενδιαφέρεται αν εμφανιστεί ή όχι, ούτε νοιάζεται για την ποσότητα του νερού που θα βγάλει όταν βρέξει. Οι περαστικοί απλά τον θαυμάζουν από τον κεντρικό δρόμο, ενώ οι ντόπιοι τον θεωρούν ένα όμορφο σημείο του χωριού τους και τον περιγράφουν με ωραία λόγια.

«ΟΡΕΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» σελ. 70

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

ΟΙ ΔΡΑΚΟΙ ΠΟΥ ΦΥΛΟΥΝ ΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ



Η οροσειρά φυτρώνει μαζί με τα πλατάνια και τις ιτιές στις κοίτες των ποταμών. Μια αρχέγονη σχέση, βαθιά όσο ο χρόνος, συνδέει τις κορυφές με τους υδάτινους πλοκάμους της Πίνδου. Ο αφρός των ποταμών γίνεται υδρατμός, μια ελαφριά άχνη –σαν τη ψυχή των νερών- ανεβαίνει στον αιθέρα, στροβιλίζεται, ακουμπά μαλακά στις κορυφές. Η πυκνή σύναξη των ατμών δημιουργεί τούφες από σύννεφα που, καθώς πυκνώνουν, κυοφορούν τη βροχή, τους κεραυνούς, το χιόνι και το χαλάζι.

Οι πέτρες των βουνών και τα φυτά σαν σφουγγάρια θηλάζουν τους υδρατμούς – φλέβες αόρατες στέλνουν τα νερά στις αρτηρίες και κρυφά οδηγούνται στις υπόγειες θαυμαστές δεξαμενές που έχει προς τούτο δημιουργήσει η οροσειρά, όπου αγαθά στοιχεία και ευγενικές νεράιδες τα συγκεντρώνουν, τα νανουρίζουν στο σκοτάδι, τα χαϊδεύουν και τα προσέχουν σαν μικρά παιδιά. Επιστάτες αυτού του κόσμου είναι οι καλοπροαίρετοι δράκοι οι οποίοι εφαρμόζουν το δικό τους δίκαιο στη διανομή.

Αυτοί κρατούν τα κλειδιά των αγωγών που οδηγούν τα νερά στις πηγές. Αυτοί είναι οι μόνοι που αφουγκράζονται τις φωνές και τους ψιθύρους των νερών μέσα στις υπόγειες δεξαμενές και, σύμφωνα με όσα ακούνε, αποφασίζουν για την επιστροφή τους στο φως – πολύ σπάνια λαμβάνουν υπ’ όψη τους τις ανάγκες και τις προτεραιότητες που προβάλουν συνήθως οι άνθρωποι.

«ΟΡΕΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» σελ. 28.

ΜΙΑ ΥΠΟΚΛΙΣΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΙΝΗ ΚΟΥΠΑ


Στο δάσος των δρυών, στον όμορφο αυχένα που κατεβαίνει από τον αυχένα του Ταξιάρχη, και σε μια κρυφή μεριά, από κτήσεως κόσμου αναβλύζει ένα νεράκι, και χάρις σ’ αυτό ευδοκίμησαν οι άνθρωποι που εγκαταστάθηκαν σιμά του. Βάδιζαν ως εκεί για τη δροσιά του, και για των ζωντανών τη χρεία ήταν απαραίτητο. Αυτό το νεράκι ήταν ο πραγματικός θησαυρός που ανακάλυψε ο Αναστάσης Λιούκας, ένας από τους τρεις γενάρχες του Σκλήβαινου, ο άνθρωπος που στη γενιά του έχουν ρίζες τα μισά επώνυμα του χωριού.


Η βρύση, που αποτελούσε πάντα ένα χώρο συνάντησης των περαστικών με τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί, ήταν πάντα περιποιημένη και καθαρή. Η σημερινή κούπα της, αν και μεταγενέστερης κατασκευής με ντόπια πέτρα, είναι εντούτοις ένα εξαιρετικό δείγμα της λαξευτικής τέχνης. Είναι πράγματι η μόνη κούπα απ’ όλες τις βρύσες της περιοχής που απηχεί το πνεύμα και την τέχνη μιας άλλης εποχής. Δεν είναι μόνο η πέτρινη κούπα, αλλά και ο τοίχος της βρύσης, τον οποίο με σεμνή φροντίδα έχουν συντηρήσει, αποτρέποντας την κατάρρευσή του. Έτσι οι Λαφινιώτες, με αυτή την προσπάθειά τους, κατάφεραν και να διατηρήσουν το ύφος μιας εποχής, και να τιμήσουν τους προγόνους τους.

Στη φωτογραφία, ο Θέμης Αντωνίου με τον οποίο περπατήσαμε μαζί τον τόπο της Λαφίνας.

«ΟΡΕΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ» σελ. 40.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Ο ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ


Ο ποταμός δεν γνωρίζει πόσο όμορφος είναι: του το λένε τα πουλιά, του το τραγουδούν οι πηγές, του το ψιθυρίζουν οι ιτιές και τα πλατάνια, αλλ’ αυτός δεν έχει μια εικόνα του, για να δει αν πράγματι είναι αλήθεια όλα αυτά τα λόγια και δεν είναι παραμύθια που του λένε από σεβασμό τα στοιχειά των νερών και του δάσους.
Αυτός, που είναι όλο μάτια, τα έβλεπε να σκύβουν στα νερά του, να απλώνουν τις ρίζες τους ή να αφήνουν τη σκιά τους σε πετάγματα. Αλλά τα μάτια του ήταν στραμμένα στο άπειρο του ουρανού· έβλεπε τον ήλιο, το φεγγάρι, τα αστέρια και τα σύννεφα – περνούσαν και έφευγαν, αφήνοντας κι αυτά είτε το φως τους είτε τη σκιά τους.
Ο ποταμός ήταν για όλο τον κόσμο ένας καθρέφτης, όπου πολλές φορές και ο ίδιος ο Δημιουργός αρεσκόταν να βλέπει και να καμαρώνει τη σοφία του. Όλοι έβλεπαν και καμάρωναν το πρόσωπό τους στα νερά του κι αυτό ήταν που θύμωνε αγαθά τον ποταμό και καμιά φορά, άθελά του, το μουρμούριζε στον Θεό.
Ήθελε κι αυτός έναν καθρέφτη για να βλέπει τη θωριά του, να καμαρώνει και επιπλέον να έχει μια γνώμη για τον εαυτό του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιθυμία του ποταμού· μια επιθυμία που σε όλους τους αιώνες, προηγούμενους και επόμενους, θα μείνει ανεκπλήρωτη…

"ΟΡΕΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ", Σελ. 30.